- σηκωμένος
- -η, -ο, Νβλ. σηκώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρδην — ἀέρδην και αττ. ἄρδην επίρρ. (Α) 1. ψηλά, στον αέρα, επάνω 2. τελείως, καθ’ ολοκληρίαν, εκ θεμελίων 3. συνολικά, στο σύνολο τους, όλοι μαζί 4. πλήρως, εξ ολοκλήρου, ριζικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀFερ (τού ἀFείρω) > ἀ(F)έρ δην και, με συναίρεση … Dictionary of Greek
ανασηκωτός — ή, ό ανασηκωμένος, ελαφρά σηκωμένος 2. (για πρόσωπα) αυτός που υποβαστάζεται για να σταθεί όρθιος … Dictionary of Greek
εχθρωμένος — η, ο (Μ ἐχθρωμένος, η, ον και ὀχθρωμένος, η, ον) μισητός («δίχως την εχθρωμένη αυτή τη φτώση», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός. Αναλογικός σχηματισμός προς τις μτχ. παθ. παρακμ. τών ρ. σε ώνω (πρβλ. μπαλωμένος, σηκωμένος)] … Dictionary of Greek
νταβραντίζω — και νταβραντώ 1. (για άμαξα ή υποζύγιο) τραντάζω, τινάζω, κουνώ δυνατά 2. αναρρωννύω, παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) νταβραντισμένος, η, ο i) γερός, υγιής, δυνατός ii) (για πέος) όρθιος, σηκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
σηκώνομαι — σηκώνομαι, σηκώθηκα, σηκωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σηκώνω — σήκωσα, σηκώθηκα, σηκωμένος 1. υψώνω: Σήκωσε τα χέρια ψηλά. – Σήκωσαν ψηλά τις σημαίες. 2. βαστάω κάποιο βάρος ή μπορώ να το μεταφέρω: Μπορεί να σηκώσει μόνος του αυτό το τσουβάλι. – Σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. 3. εγείρω, ξυπνάω κάποιον:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)